- τωόντι
- επίρρ. τροπ., στ' αλήθεια, πραγματικά: Ήταν τωόντι εκεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τωόντι — και τώντις Ν επίρρ. πράγματι, όντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. τῷ ὄντι] … Dictionary of Greek
ον — το (Α ὄν) 1. αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση, ζωή 2. (η δοτ. ως επίρρ.) τῶ ὄντι και τωόντι και τώντις πραγματικά, αληθινά νεοελλ. 1. ο άνθρωπος 2. (φιλοσ.) καθετί το οποίο υπάρχει καθ εαυτό, που έχει απόλυτη και καθαρή… … Dictionary of Greek